Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrindellóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [brindelˈlone] 1 κουρελιάρης 2 ατημέλητο πρόσωπο 3 ρακένδυτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |