brìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbrio]
1 κέφια
2 ζωηρότητα
3 ευθυμία
4 ζωντάνια
5 χαρούμενη διάθεση
6 οίστρος
7 μπρίο
8 ζωηράδα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbrio]
1 κέφια
2 ζωηρότητα
3 ευθυμία
4 ζωντάνια
5 χαρούμενη διάθεση
6 οίστρος
7 μπρίο
8 ζωηράδα
permalink
brio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android