Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrio]

1 κέφια
2 ζωηρότητα
3 ευθυμία
4 ζωντάνια
5 χαρούμενη διάθεση
6 οίστρος
7 μπρίο
8 ζωηράδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brinoso brioche  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brindello (ουσ αρσ )
brindellone (ουσ αρσ )
brindisi (ουσ αρσ )
brinell (ουσ αρσ )
brinoso (επίθ.)
brio (ουσ αρσ )
brioche (θηλ.ουσ)
briofite (θηλ. ουσ πληθ.)
briologia (θηλ.ουσ)
brionia (θηλ.ουσ)
briosità (θηλ.ουσ)
brioso (επίθ.)
briscola (θηλ.ουσ)
britannia (θηλ.ουσ)
britannico (ουσ αρσ )
britannico (επίθ.)
britanno (αρσ. επίθ και ουσ)
brivido (ουσ αρσ )
brizzolato (επίθ.)
brizzolatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---