ItalianoGreco


brìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrio]

1 κέφια
2 ζωηρότητα
3 ευθυμία
4 ζωντάνια
5 χαρούμενη διάθεση
6 οίστρος
7 μπρίο
8 ζωηράδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---