Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brìscola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbriskola]

1 κτύπημα
2 παιχνίδι της τράπουλας Ιταλικό
3 ατού (χαρτοπαιξία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brioso britannia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

briofite (θηλ. ουσ πληθ.)
briologia (θηλ.ουσ)
brionia (θηλ.ουσ)
briosità (θηλ.ουσ)
brioso (επίθ.)
briscola (θηλ.ουσ)
britannia (θηλ.ουσ)
britannico (ουσ αρσ )
britannico (επίθ.)
britanno (αρσ. επίθ και ουσ)
brivido (ουσ αρσ )
brizzolato (επίθ.)
brizzolatura (θηλ.ουσ)
brocca (θηλ.ουσ)
broccatello (ουσ αρσ )
broccato (αρσ. επίθ και ουσ)
broccia (θηλ.ουσ)
brocciare (ρ. μτβ.)
brocciatrice (θηλ.ουσ)
brocciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---