Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbroccàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [brokˈkato] χρυσοποίκιλτο ύφασμα (μπροκάρ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |