Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bròcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɔkko]

1 δεύτερης ποιότητας παίκτης
2 παλιάλογο
3 βέργα
4 κομμάτι σε σχήμα βέργας
5 κέντρο στόχου
6 αδέξιος παίκτης (σπορ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brocciatura broccolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

broccato (αρσ. επίθ και ουσ)
broccia (θηλ.ουσ)
brocciare (ρ. μτβ.)
brocciatrice (θηλ.ουσ)
brocciatura (θηλ.ουσ)
brocco (ουσ αρσ )
broccolo (ουσ αρσ )
broche (θηλ.ουσ)
broda (θηλ.ουσ)
brodaglia (θηλ.ουσ)
brodetto (ουσ αρσ )
brodo (ουσ αρσ )
brodocultura (θηλ.ουσ)
brodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brodoso (επίθ.)
brogliaccio (ουσ αρσ )
brogliare (ρ.αμτβ.)
broglio (ουσ αρσ )
brokeraggio (ουσ αρσ )
bromato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---