ItalianoGreco


brogliàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [broʎˈʎatʧo]

1 σημειωματάριο
2 λογιστικό πρόχειρο ημερολόγιο
3 κατάστιχο
4 κατάστιχο πρόχειρο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---