Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbromatològico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bromatoˈlɔʤiko] βρωματολογικός (ο της βρώσης) (σχετικός με χημεία τροφίμων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |