Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bróncio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbronʧo]

αποδοκιμαστικό φούσκωμα χειλιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bronchitico bronco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bromuro (ουσ αρσ )
bronchiale (επίθ.)
bronchiolo (ουσ αρσ )
bronchite (θηλ.ουσ)
bronchitico (επίθ.)
broncio (αρσ. επίθ και ουσ)
bronco (ουσ αρσ )
broncografia (θηλ.ουσ)
broncopolmonare (επίθ.)
broncopolmonite (θηλ.ουσ)
broncotomia (θηλ.ουσ)
brontolamento (ουσ αρσ )
brontolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brontolio (ουσ αρσ )
brontolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brontosauro (ουσ αρσ )
bronzare (ρ. μτβ.)
bronzeo (επίθ.)
bronzetto (ουσ αρσ )
bronzina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---