Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbronzìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bronˈdzina] 1 τριβέας 2 κυλινδρική επίστρωση στηρίγματος 3 τριβέας άξονα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |