Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bruciacchiamento
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bruʧakkjaˈmento]

1 τσουρούφλισμα
2 κάψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brucellosi bruciacchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brossura (θηλ.ουσ)
brucare (ρ. μτβ.)
brucatura (θηλ.ουσ)
brucella (θηλ.ουσ)
brucellosi (θηλ.ουσ)
bruciacchiamento (ουσ αρσ )
bruciacchiare (ρ. μτβ.)
bruciacchiatura (θηλ.ουσ)
bruciamento (ουσ αρσ )
bruciare (ρ.αμτβ.)
bruciare (ρ. μτβ.)
bruciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bruciata (θηλ.ουσ)
bruciataio (ουσ αρσ )
bruciaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
bruciato (ουσ αρσ )
bruciato (επίθ.)
bruciatore (ουσ αρσ )
bruciatura (θηλ.ουσ)
brucina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---