Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbruciàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bruˈʧato] μυρουδιά ή γεύση καψίματος bruciàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bruˈʧato] 1 ψητός 2 τσουρουφλισμένος 3 καμένος 4 παγωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |