ItalianoGreco


brùffolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbruffolo]

1 φλεγμονώδες εξάνθημα (καλόγερος)
2 στίγμα
3 σπυράκι
4 φλεγμονώδες εξάνθημα (δοθιήνας)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---