Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrumóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bruˈmoso], [bruˈmozo] 1 ομιχλώδης 2 σκεπασμένος από ομίχλη 3 καταχνιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |