Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brunitóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bruniˈtojo]

μηχανή ή αυτός που γυαλίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brunire brunitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bruna (θηλ.ουσ)
brunastro (επίθ.)
brunetto (ουσ αρσ )
brunimento (ουσ αρσ )
brunire (ρ. μτβ.)
brunitoio (ουσ αρσ )
brunitore (αρσ. επίθ και ουσ)
brunitrice (θηλ.ουσ)
brunitura (θηλ.ουσ)
bruno (ουσ αρσ )
bruno (επίθ.)
brusca (θηλ.ουσ)
bruscamente (επίρ.)
bruschezza (θηλ.ουσ)
bruschinare (ρ. μτβ.)
bruschino (ουσ αρσ )
brusco (αρσ. επίθ και ουσ)
bruscolo (ουσ αρσ )
brusio (ουσ αρσ )
brustolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---