Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrusìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bruˈzio] 1 πανδαιμόνιο 2 χάβρα 3 αφθονία 4 πάταγος 5 σταθερός ισχυρός ήχος 6 βόμβος 7 βουητό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |