Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bruttàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [brutˈtare]

1 λερώνω
2 κηλιδώνω
3 αμαυρώνω
4 βρομίζω
5 λεκιάζω
6 ρυπαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brutta bruttezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brutalità (θηλ.ουσ)
brutalizzare (ρ. μτβ.)
brutalmente (επίρ.)
bruto (αρσ. επίθ και ουσ)
brutta (θηλ.ουσ)
bruttare (ρ. μτβ.)
bruttezza (θηλ.ουσ)
brutto (ουσ αρσ )
brutto (επίθ.)
bruttura (θηλ.ουσ)
bruxelles (θηλ.ουσ)
bua (θηλ.ουσ)
buaggine (θηλ.ουσ)
bubbola (θηλ.ουσ)
bubboliera (θηλ.ουσ)
bubbolo (ουσ αρσ )
bubbone (ουσ αρσ )
bubbonico (επίθ.)
buca (θηλ.ουσ)
bucaneve (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---