Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrutto]

1 σκυλομούρης
2 άνθρωπος ξετσίπωτος
3 ασχημομούρης
4 παρασούσουμος

brùtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrutto]

άσχημος (-η, -ο), παλιός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bruttezza bruttura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


brutta copia [θηλ.] = το πρόχειρο αντίγραφο || brutto periodo [αρσ.] = οι δύσκολες μέρες [f. || brutto sogno [αρσ.] = το κακό όνειρο || brutto tempo [αρσ.] = η κακοκαιρία || fare brutta figura = κάνω κακή εντύπωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brutalmente (επίρ.)
bruto (αρσ. επίθ και ουσ)
brutta (θηλ.ουσ)
bruttare (ρ. μτβ.)
bruttezza (θηλ.ουσ)
brutto (ουσ αρσ )
brutto (επίθ.)
bruttura (θηλ.ουσ)
bruxelles (θηλ.ουσ)
bua (θηλ.ουσ)
buaggine (θηλ.ουσ)
bubbola (θηλ.ουσ)
bubboliera (θηλ.ουσ)
bubbolo (ουσ αρσ )
bubbone (ουσ αρσ )
bubbonico (επίθ.)
buca (θηλ.ουσ)
bucaneve (ουσ αρσ )
bucaniere (ουσ αρσ )
bucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---