brùto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbruto]
1 ωμός
2 τραχύς
3 στυγνός
4 κτηνώδης
5 ζωώδης
6 ακατέργαστος
7 ανηλεής
8 αγροίκος
9 βάναυσος
10 σκαιός
11 κακότροπος
12 βάρβαρος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbruto]
1 ωμός
2 τραχύς
3 στυγνός
4 κτηνώδης
5 ζωώδης
6 ακατέργαστος
7 ανηλεής
8 αγροίκος
9 βάναυσος
10 σκαιός
11 κακότροπος
12 βάρβαρος
permalink
bruto (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android