Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbùbbola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbubbola] 1 ψέμα αθώο 2 τίποτα άλλο από μικροποσό 3 ψευτιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |