Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbuka]

1 η τρύπα
2 (sulla strada) η λακούβη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bubbonico bucaneve  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο || cassetta [θηλ.] delle lettere # buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bubbola (θηλ.ουσ)
bubboliera (θηλ.ουσ)
bubbolo (ουσ αρσ )
bubbone (ουσ αρσ )
bubbonico (επίθ.)
buca (θηλ.ουσ)
bucaneve (ουσ αρσ )
bucaniere (ουσ αρσ )
bucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bucarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bucataio (ουσ αρσ )
bucatini (ουσ αρσ πληθ.)
bucato (ουσ αρσ )
bucato (επίθ.)
bucatura (θηλ.ουσ)
buccia (θηλ.ουσ)
buccina (θηλ.ουσ)
buccola (θηλ.ουσ)
bucefalo (ουσ αρσ )
bucherellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---