Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbucàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [buˈkato] η μπουγάδα bucàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [buˈkato] τρυπημένος (-η, -ο), τρύπιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |