Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbuko]

η τρύπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bucherellare bucolica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


buco [αρσ.] della serratura = η κλειδαρότρυπα || buco [αρσ.] nell'ozono = η τρύπα του όζοντος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buccia (θηλ.ουσ)
buccina (θηλ.ουσ)
buccola (θηλ.ουσ)
bucefalo (ουσ αρσ )
bucherellare (ρ. μτβ.)
buco (ουσ αρσ )
bucolica (θηλ.ουσ)
bucolico (επίθ.)
budda (ουσ αρσ )
buddismo (ουσ αρσ )
buddista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
buddistico (επίθ.)
budello (ουσ αρσ )
budget (ουσ αρσ )
budgetario (επίθ.)
budino (ουσ αρσ )
bue (ουσ αρσ )
bufalo (ουσ αρσ )
bufera (θηλ.ουσ)
buffa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---