ItalianoGreco


bùe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbue]

το βόδι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


uovo [αρσ.] all'occhio di bue [αρσ.] = το αυγό μάτι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---