Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuffèt
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bufˈfɛ] 1 μπουφές 2 δωμάτιο αναψυχής 3 ερμάριο για επίδειξη πιάτων 4 ντουλάπι γυαλικών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |