Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbùffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbuffo] 1 γούστο 2 κωμικός ηθοποιός 3 ριπή ανέμου 4 αστείο bùffo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbuffo] γελοίος (-α, -ο), αστείος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |