Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bugiàrdo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [buˈʤardo]

ο ψεύτης, η ψεύτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bugiardaggine bugigattolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buggerare (ρ. μτβ.)
buggeratura (θηλ.ουσ)
buggettario (επίθ.)
bugia (θηλ.ουσ)
bugiardaggine (θηλ.ουσ)
bugiardo (αρσ. επίθ και ουσ)
bugigattolo (ουσ αρσ )
bugliolo (ουσ αρσ )
bugna (θηλ.ουσ)
bugnare (ρ. μτβ.)
bugnato (αρσ. επίθ και ουσ)
bugno (ουσ αρσ )
buio (ουσ αρσ )
buio (επίθ.)
bulbare (επίθ.)
bulbicoltura (θηλ.ουσ)
bulbiforme (επίθ.)
bulbo (ουσ αρσ )
bulboso (επίθ.)
Bulgaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---