Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbujo]

το σκοτάδι

bùio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbujo]

σκοτεινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bugno bulbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bugliolo (ουσ αρσ )
bugna (θηλ.ουσ)
bugnare (ρ. μτβ.)
bugnato (αρσ. επίθ και ουσ)
bugno (ουσ αρσ )
buio (ουσ αρσ )
buio (επίθ.)
bulbare (επίθ.)
bulbicoltura (θηλ.ουσ)
bulbiforme (επίθ.)
bulbo (ουσ αρσ )
bulboso (επίθ.)
Bulgaria (θηλ.ουσ)
bulgaro (ουσ αρσ )
bulgaro (επίθ.)
bulimia (θηλ.ουσ)
bulinare (ρ. μτβ.)
bulinatore (ουσ αρσ )
bulinatura (θηλ.ουσ)
bulino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---