Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbugliòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [buʎˈʎɔlo] 1 κουβάς αδειάσματος νερών βάρκας 2 κομοδίνο 3 κάδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |