Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bugigàttolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [buʤiˈgattolo]

1 τρύπα
2 τρώγλη
3 γκαρσονιέρα
4 αίθουσα αποθήκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bugiardo bugliolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buggeratura (θηλ.ουσ)
buggettario (επίθ.)
bugia (θηλ.ουσ)
bugiardaggine (θηλ.ουσ)
bugiardo (αρσ. επίθ και ουσ)
bugigattolo (ουσ αρσ )
bugliolo (ουσ αρσ )
bugna (θηλ.ουσ)
bugnare (ρ. μτβ.)
bugnato (αρσ. επίθ και ουσ)
bugno (ουσ αρσ )
buio (ουσ αρσ )
buio (επίθ.)
bulbare (επίθ.)
bulbicoltura (θηλ.ουσ)
bulbiforme (επίθ.)
bulbo (ουσ αρσ )
bulboso (επίθ.)
Bulgaria (θηλ.ουσ)
bulgaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---