Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùlbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbulbo]

1 βολβός του ματιού
2 βολβός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bulbiforme bulboso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buio (ουσ αρσ )
buio (επίθ.)
bulbare (επίθ.)
bulbicoltura (θηλ.ουσ)
bulbiforme (επίθ.)
bulbo (ουσ αρσ )
bulboso (επίθ.)
Bulgaria (θηλ.ουσ)
bulgaro (ουσ αρσ )
bulgaro (επίθ.)
bulimia (θηλ.ουσ)
bulinare (ρ. μτβ.)
bulinatore (ουσ αρσ )
bulinatura (θηλ.ουσ)
bulino (ουσ αρσ )
bulldog (ουσ αρσ )
bulldozer (ουσ αρσ )
bulletta (θηλ.ουσ)
bullettame (ουσ αρσ )
bullettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---