Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbùlgaro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbulgaro] 1 ο Βούλγαρος, η Βουλγάρα 2 (lingua) τα βουλγαρικά bùlgaro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbulgaro] βουλγαρικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |