ItalianoGreco


bulìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [buˈlino]

1 γλύφανο
2 εργαλείο λάξευσης σκληρής ύλης
3 γλυφίδα
4 εργαλείο χαράκτη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---