Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbullonatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bullonaˈtura] 1 βίδωμα 2 στερέωμα με βίδες 3 στερέωση με μπουλόνια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |