Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbunker
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbunker] 1 οχυρό 2 αμμώδης παγίδα σε γήπεδο γκολφ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |