Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuongustàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bwongusˈtajo] 1 γευσιγνώστης 2 εμπειρογνώμων 3 ειδικός 4 καλοφαγάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |