Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


buongustàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bwongusˈtajo]

1 γευσιγνώστης
2 εμπειρογνώμων
3 ειδικός
4 καλοφαγάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buongoverno buongusto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buoncostume (ουσ αρσ και θηλ.)
buoncuore (ουσ αρσ )
buondì (επιφ.)
buongiorno (επιφ.)
buongoverno (ουσ αρσ )
buongustaio (ουσ αρσ )
buongusto (ουσ αρσ )
buono (ουσ αρσ )
buono (επίθ.)
buonora (θηλ.ουσ)
buonsenso (ουσ αρσ )
buontempone (ουσ αρσ )
buonumore (ουσ αρσ )
buonuomo (ουσ αρσ )
buonuscita (θηλ.ουσ)
burattare (ρ. μτβ.)
burattello (ουσ αρσ )
burattinaio (ουσ αρσ )
burattinata (θηλ.ουσ)
burattinesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---