Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


buonumóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bwonuˈmore]

η ευδιαθεσία, το κέφι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buontempone buonuomo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere di buonumore = είμαι ευδιάθετος [-η]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buono (ουσ αρσ )
buono (επίθ.)
buonora (θηλ.ουσ)
buonsenso (ουσ αρσ )
buontempone (ουσ αρσ )
buonumore (ουσ αρσ )
buonuomo (ουσ αρσ )
buonuscita (θηλ.ουσ)
burattare (ρ. μτβ.)
burattello (ουσ αρσ )
burattinaio (ουσ αρσ )
burattinata (θηλ.ουσ)
burattinesco (επίθ.)
burattino (ουσ αρσ )
buratto (ουσ αρσ )
burbanza (θηλ.ουσ)
burbanzoso (επίθ.)
burbera (θηλ.ουσ)
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
burchiello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---