Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burchièllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [burˈkjɛllo]

είδος βάρκας κωπηλασίας (Ιταλικό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burbero burchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buratto (ουσ αρσ )
burbanza (θηλ.ουσ)
burbanzoso (επίθ.)
burbera (θηλ.ουσ)
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
burchiello (ουσ αρσ )
burchio (ουσ αρσ )
bure (θηλ.ουσ)
bureau (ουσ αρσ )
buretta (θηλ.ουσ)
buriana (θηλ.ουσ)
burina (θηλ.ουσ)
burino (ουσ αρσ )
burla (θηλ.ουσ)
burlare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
burlarsi (ρ. μ. αμτβ.)
burlesco (αρσ. επίθ και ουσ)
burletta (θηλ.ουσ)
burlone (ουσ αρσ )
burnus (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---