Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burlàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [burˈlare]

1 γελοιοποιώ
2 εξαπατώ
3 κοροὶδεύω

burlàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [burˈlarsi]

1 κοροὶδεύω
2 γελοιοποιώ
3 σπάω πλάκα με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burla burlesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buretta (θηλ.ουσ)
buriana (θηλ.ουσ)
burina (θηλ.ουσ)
burino (ουσ αρσ )
burla (θηλ.ουσ)
burlare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
burlarsi (ρ. μ. αμτβ.)
burlesco (αρσ. επίθ και ουσ)
burletta (θηλ.ουσ)
burlone (ουσ αρσ )
burnus (ουσ αρσ )
burocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
burocraticamente (επίρ.)
burocratico (επίθ.)
burocratismo (ουσ αρσ )
burocratizzare (ρ. μτβ.)
burocratizzazione (θηλ.ουσ)
burocrazia (θηλ.ουσ)
burrasca (θηλ.ουσ)
burrascoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---