Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burràsca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [burˈraska]

η τρικυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burocrazia burrascoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burocratico (επίθ.)
burocratismo (ουσ αρσ )
burocratizzare (ρ. μτβ.)
burocratizzazione (θηλ.ουσ)
burocrazia (θηλ.ουσ)
burrasca (θηλ.ουσ)
burrascoso (επίθ.)
burriera (θηλ.ουσ)
burrificare (ρ. μτβ.)
burrificazione (θηλ.ουσ)
burrificio (ουσ αρσ )
burro (ουσ αρσ )
burrone (ουσ αρσ )
burroso (επίθ.)
bus (ουσ αρσ )
busca (θηλ.ουσ)
buscare (ρ. μτβ.)
buscarsi (ρ.μ. (αντων.))
buscherare (ρ. μτβ.)
buscheratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---