Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burrificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [burrifikatˈtsjone]

1 βουτυροποιία
2 χτύπημα γάλακτος για να γίνει βούτυρο
3 παρασκευή βουτύρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burrificare burrificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burocrazia (θηλ.ουσ)
burrasca (θηλ.ουσ)
burrascoso (επίθ.)
burriera (θηλ.ουσ)
burrificare (ρ. μτβ.)
burrificazione (θηλ.ουσ)
burrificio (ουσ αρσ )
burro (ουσ αρσ )
burrone (ουσ αρσ )
burroso (επίθ.)
bus (ουσ αρσ )
busca (θηλ.ουσ)
buscare (ρ. μτβ.)
buscarsi (ρ.μ. (αντων.))
buscherare (ρ. μτβ.)
buscheratura (θηλ.ουσ)
buscherio (ουσ αρσ )
bussa (θηλ.ουσ)
bussare (ρ. μτβ.)
bussata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---