Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόburrificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [burrifikatˈtsjone] 1 βουτυροποιία 2 χτύπημα γάλακτος για να γίνει βούτυρο 3 παρασκευή βουτύρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |