Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuscherìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [buskeˈrio] 1 θόρυβος 2 σωροί 3 μεγάλη ποσότητα 4 φασαρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |