Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbussétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [busˈsetto] 1 επιτήδειος 2 έξυπνος απατεώνας 3 κομπιναδόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |