Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbusto]

1 μπούστο
2 στήθος γυναίκας
3 κορσές
4 σουτιέν μαζί με κορσές
5 μπούστο (άγαλμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bustino butadiene  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

busta (θηλ.ουσ)
bustaia (θηλ.ουσ)
bustarella (θηλ.ουσ)
bustina (θηλ.ουσ)
bustino (ουσ αρσ )
busto (ουσ αρσ )
butadiene (ουσ αρσ )
butano (ουσ αρσ )
butile (ουσ αρσ )
butilene (ουσ αρσ )
butilico (επίθ.)
butirrico (επίθ.)
butirroso (επίθ.)
buttafuori (ουσ αρσ )
buttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
buttarsi (ρ. μ. αμτβ.)
buttata (θηλ.ουσ)
butterare (ρ. μτβ.)
butterato (επίθ.)
butteratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---