Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuttafuòri
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,buttaˈfwɔri] 1 υπάλληλος που διώχνει ανεπιθύμητους 2 αδέξιος και απλός χωριάτης 3 κλητήρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |