càbala
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkabala]
1 εβραὶκό μυστικιστικό σύστημα
2 σκευωρία
3 σολομωνική
4 καβαλισμός
5 ραδιουργία
6 νεκρομαντεία
7 γοητεία
8 μηχανορραφία
9 μαντεία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkabala]
1 εβραὶκό μυστικιστικό σύστημα
2 σκευωρία
3 σολομωνική
4 καβαλισμός
5 ραδιουργία
6 νεκρομαντεία
7 γοητεία
8 μηχανορραφία
9 μαντεία
permalink
cabala (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android