Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcablàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈbladʤo] 1 ηλεκτρική σύνδεση 2 ηλεκτρική συρμάτωση 3 καλωδίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |