ItalianoGreco


cabotièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaboˈtjɛro]

πλοίο ακτοπλοὶκής γραμμής

cabotièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaboˈtjɛro]

ακτοπλοὶκός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---