Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcabriolet
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kabrioˈle] 1 καμπριολέ 2 αυτοκίνητο με κουκούλα 3 ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |