Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcacatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kakaˈtura] 1 σκατό 2 περίττωμα 3 κόπρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |