Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcacciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [katˈʧare] 1 κυνηγώ 2 (scacciare) διώχνω cacciàrsi ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [katˈʧarsi] (andare a finire) καταλήγω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcacciarsi nei guai = μπλέκομαι σε φασαρίες Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |